υπόψηφος

υπόψηφος
-ον, ΜΑ
υποψήφιος
μσν.
εκκλ. αυτός που προορίζεται για ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ψῆφος (πρβλ. σύμ-ψηφος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποψηφίζω — Α [ὑπόψηφος] (συν. το παθ.) ὑποψηφιζομαι προτείνομαι ως υποψήφιος για πολιτικό ή εκκλησιαστικό αξίωμα …   Dictionary of Greek

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”